καταψυξις

καταψυξις
    κατάψυξις
    κατά-ψυξις
    -εως ἥ охлаждение Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καταψυξις" в других словарях:

  • κατάψυξις — cooling fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψύξει — κατάψυξις cooling fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταψύξεϊ , κατάψυξις cooling fem dat sg (epic) κατάψυξις cooling fem dat sg (attic ionic) καταψύ̱ξει , καταψύχω cool aor subj act 3rd sg (epic) καταψύ̱ξει , καταψύχω cool fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψύξεις — κατάψυξις cooling fem nom/voc pl (attic epic) κατάψυξις cooling fem nom/acc pl (attic) καταψύ̱ξεις , καταψύχω cool aor subj act 2nd sg (epic) καταψύ̱ξεις , καταψύχω cool fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυξίων — κατάψυξις cooling fem gen pl (epic doric ionic aeolic) καταψῡξίων , καταψύχω cool fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψύξεσι — κατάψυξις cooling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψύξεσιν — κατάψυξις cooling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψύξηι — κατάψυξις cooling fem dat sg (epic) καταψύ̱ξῃ , καταψύχω cool aor subj mid 2nd sg καταψύ̱ξῃ , καταψύχω cool aor subj act 3rd sg καταψύ̱ξῃ , καταψύχω cool fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψύξιες — κατάψυξις cooling fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψύξιος — κατάψυξις cooling fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάψυξιν — κατάψυξις cooling fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάψυξη — Υπερβολική ψύξη σε θερμοκρασίες μικρότερες των 0°C, με σκοπό τη διατήρηση διαφόρων ουσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη συντήρηση τροφίμων. Αν και η ποιότητα πολλών τροφίμων μειώνεται με την κ., τα περισσότερα διατηρούνται ικανοποιητικά (ακολουθώντας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»